πελεκούδα

πελεκούδα
η , πελεκούδι τό щепка;

§ θα καή το πελεκούδι — будет дым коромыслом (о попойке, веселье)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πελεκούδα" в других словарях:

  • πελεκούδα — η το πελεκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πελεκ ίδα < πελεκώ] …   Dictionary of Greek

  • πελεκούδι — το 1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα 2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. τού πελεκούδα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»